- τοιώδε
- τοιόσδεsuch as thismasc/neut acc dualτοιόσδεsuch as thismasc/neut nom/voc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοιῷδε — τοιόσδε such as this masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιώδ' — τοιώδε , τοιόσδε such as this masc/neut acc dual τοιώδε , τοιόσδε such as this masc/neut nom/voc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιῶδ' — τοιῶδε , τοιόσδε such as this masc/neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιῶιδ' — τοιῷδε , τοιόσδε such as this masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιῶιδε — τοιῷδε , τοιόσδε such as this masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιῷδ' — τοιῷδε , τοιόσδε such as this masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαπόλλυμι — ἐξαπόλλυμι (Α) 1. εξαφανίζω, εξολοθρεύω, καταστρέφω («πατέρα τὸν ἀμὸν πρόσθεν ἐξαπώλεσας», Σοφ.) 2. απόλ. αφανίζομαι, καταστρέφομαι («ἐξαπολώλασι τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απόλλυμι «εξολοθρεύω»] … Dictionary of Greek
λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… … Dictionary of Greek
πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση … Dictionary of Greek
τοιόσδε — οιάδε, όνδε, ιων. τ. θηλ. και τοιήδε, Α (δεικτ. αντων.) (επιτ. τ. τού τοῑος) 1. τέτοιος δα, τέτοιος όπως... («ἀοιδοῡ τοιοῡδ οἷος ὅδ ἐστί», Ομ. Οδ.) 2. (συχνά με επιτ. σημ.) τόσο μεγάλος, τόσο έξοχος ή τόσο κακός (α. «τοιόσδε τοσόσδε τε λαός», Ομ … Dictionary of Greek